- φθονοῦσαν
- φθονέωbear ill-willpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθονερός — ή, ό / φθονερός, ά, όν, ΝΜΑ, και φτονερός, ή, ό, Ν (για πρόσ.) αυτός που φθονεί, αυτός που κατέχεται από φθόνο νεοελλ. αυτός που προέρχεται από φθόνο ή φανερώνει φθόνο («φθονερά λόγια») μσν. αρχ. (για αισθήματα) δυσμενής αρχ. 1. χαρακτηρισμός τών … Dictionary of Greek
Ζωροάστρης ή Ζαρατούστρας — (7ος αι. π.Χ.). Ιδρυτής του ζωροαστρισμού, περσικής θρησκείας που διήρκησε έως την ισλαμική κατάκτηση. Η έννοια του ονόματος Ζ. δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί· η πιθανότερη ετυμολογία είναι ίσως ο άνθρωπος με τις γέρικες καμήλες. Μερικοί μελετητές… … Dictionary of Greek
Ιωσήφ — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. (; – 1755). Μητροπολίτης Τυρνόβου (1714 22) και έξαρχος Βουλγαρίας. Καταγόταν από τα Ιωάννινα. Όταν παραιτήθηκε από τη θέση του μητροπολίτη (1722) πήγε στο Βουκουρέστι, όπου έζησε δύο χρόνια,… … Dictionary of Greek